Σελίδες

το λαχείο



το λαχείο  (αφήγηση)

"Με θυμόσαστε;" τον ρώτησα. Μόλις είχα σταθεί μπροστά του και είχα ακουμπήσει τις σακούλες με τα ψώνια στο πάτωμα, ανάμεσά μας. Σήκωσε τα μάτια του -που ξαφνικά μου φάνηκαν πολύ κουρασμένα, με κοίταξε με ξανακοίταξε και είπε "Όχι παιδί μου". Φαίνεται πως φάνηκε η απορία μου και για να μη με κακοκαρδίσει συμπλήρωσε "Μπορεί να φταίνε και τα φώτα".

Πάνε είκοσι περίπου χρόνια που τον βλέπω να στέκει στην είσοδο του σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου. Καθώς δεν αγοράζω λαχεία, κάθε φορά που περνούσα από το πόστο του, ανταλλάσσαμε τις ευχές μας για καλήν ημέρα ή καλήν εσπέρα. Ήταν εκεί όλη την ημέρα. Όλες τις ημέρες. Όλες τις ώρες. Ήταν εκεί όλες τις ημέρες και τις ώρες του χρόνου, που ήταν ανοιχτό το σούπερ μάρκετ.

Πάει ένας χρόνος τώρα που δεν τον έβρισκα πάντα εκεί. Και κάπου εκεί ήταν που άρχισα να του μιλώ. Ακουμπούσα τα πράγματα και καθόμουν δίπλα του. Τον ρωτούσα πώς ήταν η ημέρα, πώς πήγε η δουλειά και πώς ήταν ο ίδιος. Μετά του έλεγα κι εγώ τα δικά μου. Δεν με γνώριζε πάντα με την πρώτη, πολλές φορές έλεγε "Είσαι η ..., είσαι η ..." κι εγώ συμπλήρωνα το όνομά μου και ύστερα τα λέγαμε.

Είχα να τον δω από τις αρχές του καλοκαιριού. Και χτες, σαν ακούμπησα τα πράγματα μπροστά μου και δεν σήκωσε το βλέμμα, κάτι με έκανε διστακτική στο να κάτσω δίπλα του, όπως συνήθιζα. Και καλά έκανα γιατί μάλλον θα τον τρόμαζα περισσότερο. Γιατί δεν του ήμουν γνωστή πια.

Έτσι, δεν συστήθηκα για μία ακόμα φορά, όπως έκανα κάποιες φορές τον τελευταίο χρόνο και ήταν καταχαρούμενος που με ξανάβλεπε, και κατάλαβα ότι δεν θα με ρωτούσε πια για την οικογένειά μου. Αφού δεν θυμόταν εμένα, θα θυμόταν τους δικούς μου που σαν καραβάνι πηγαίναμε για τα πρεπούμενα;

Σαν πέρασαν τα λίγα κρίσιμα λεπτά, εκεί που αν δεν έχεις να πεις κάτι πρέπει να φύγεις, είπα: "Λαχείο, θέλω να πάρω λαχείο". Και άρχισα να τον ρωτώ πόσο κάνει το κάθε λαχείο. Πιάσαμε την κουβέντα για τα λαχεία. Κατέληξα σε τρία διαφορετικά. Και αυτός με αργές κινήσεις τα έκοψε ένα-ένα και μου τα έδωσε.

"Θα ξανάρθω" του είπα, "και άμα κερδίσω, μισά-μισά!". Χαμογέλασε από το ένα αυτί ως το άλλο. "Κέρδισε εσύ και έλα πάλι" είπε. Τον χαιρέτησα σαν να τον γνώριζα και με αποχαιρέτησε σαν να με γνώριζε κι αυτός.

Εννοείται ότι θα ξαναπάω, κερδίσω δεν κερδίσω. Το κέρδος είναι μια σχετική έννοια, σχεδόν όσο και η ανθρώπινη μνήμη.

Σταυρούλα Πανοπούλου 10.2014


(*) σε αυτό το σημείωμα δεν έχω φωτογραφία να βάλω. Δεν τα φωτογραφίζουμε όλα και δεν τους ονοματίζουμε όλους. Αν και εδώ θα κάνω μία εξαίρεση. Σταύρο τον λένε, Κυρ-Σταύρο. Έχουμε το ίδιο όνομα.